Ιστορία: τρία μουσεία για τη Νικόπολη
1924 – Αρχαιολογικόν Μουσείον Πρεβέζης
Η πρώτη απόπειρα έκθεσης ευρημάτων από τη Νικόπολη πραγματοποιήθηκε από τον πρώτο ανασκαφέα του αρχαιολογικού χώρου, τον αείμνηστο Αλέξανδρο Φιλαδελφέα.
Ο Φιλαδελφεύς συγκέντρωσε τα κινητά ευρήματα των ανασκαφών, που ξεκίνησαν αμέσως μετά την απελευθέρωση της πόλης το 1913, αρχικά στο υπόγειο του δημαρχείου της Πρέβεζας και αργότερα στο τουρκικό τέμενος, το Εσκί Τζαμί ή Αγ. Ανδρέα, το οποίο ο ίδιος μετέτρεψε σε μουσείο. Σύμφωνα με αναλυτικό κατάλογο που συνέταξε ο ιδρυτής του, η συλλογή του μουσείου περιελάμβανε σαρκοφάγους, θραύσματα αγαλμάτων, λυχνάρια, ειδώλια, γυάλινα αγγεία καθώς και βυζαντινά γλυπτά, μεσαιωνικούς θυρεούς και οθωμανικά ανάγλυφα.
Το μουσείο, υιοθετώντας τους τρόπους έκθεσης και τους στόχους ίδρυσης των πολυάριθμων μουσείων που συστάθηκαν στην ελληνική επαρχία στα τέλη του 19ου και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι., αποσκοπούσε στην ανάδειξη του ένδοξου παρελθόντος και της ιστορικής συνέχειας του ελληνικού κράτους. Προβλήθηκε σημαντικά από τον τοπικό και τον αθηναϊκό τύπο και λειτούργησε ως μέσο προβολής των ευρημάτων και της Νικόπολης.
Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, το μουσείο καταστράφηκε από βομβαρδισμούς. Οι λιγοστές αρχαιότητες που διασώθηκαν μεταφέρθηκαν στο Α΄ Γυμνάσιο Πρέβεζας, το οποίο κατά την ιταλική κατοχή κατελήφθη από τον ιταλικό στρατό. Από τη διαρπαγή που ακολούθησε, σώθηκαν ελάχιστα μόνο μαρμάρινα αρχιτεκτονικά µέλη και σαρκοφάγοι.
1972 – Μουσείο Νικόπολης (Παλαιό)
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, με πρωτοβουλία του αείμνηστου Εφόρου Αρχαιοτήτων Σωτήρη ∆άκαρη, ξεκίνησε -εντός του αρχαιολογικού χώρου, στη νοτιοανατολική γωνία της παλαιοχριστιανικής πόλης- η ανοικοδόμηση νέου κτηρίου για την έκθεση αρχαιοτήτων της Νικόπολης.
Οι σχετικές εργασίες ολοκληρώθηκαν μερικά χρόνια αργότερα, το 1969, από την αείμνηστη Ιουλία Βοκοτοπούλου, η οποία επιμελήθηκε και την έκθεση των ευρημάτων. Το μουσείο άνοιξε τις πύλες του για το κοινό το 1972.
Σε έναν μικρό χώρο υποδοχής, όπου χωροθετήθηκε το εκδοτήριο εισιτηρίων και το πωλητήριο, εκτίθεντο μαρμάρινες επιτάφιες στήλες, ενεπίγραφος βωμός, ανάγλυφο µε παράσταση ερωτιδέα πάνω σε δελφίνι και δύο ψηφίσματα της πόλης.
Σε δύο συνεχόμενες αίθουσες που ακολουθούσαν, είχαν τοποθετηθεί ελεύθερα γλυπτά ανδρικών και γυναικείων μορφών (δηµηγορούσα Αθηνά, άγαλµα του τύπου της µικρής Ηρακλειώτισσας, δύο αγαλµάτια Μουσών κ.α.), ανάγλυφες σαρκοφάγοι, αρχιτεκτονικά µέλη κτηρίων της Νικόπολης αλλά και μαρμάρινο λιοντάρι-επιτύµβιο μνημείο των ελληνιστικών χρόνων. Σε ξύλινες προθήκες εκτίθεντο νομίσματα, αγγεία και άλλα μικροευρήµατα.
Τα εκθέματα είχαν τοποθετηθεί σε παράταξη και περιμετρικά στους τοίχους, με ένα μοναδικό, περίοπτο εύρημα να καταλαμβάνει το κέντρο κάθε αίθουσας. Δεν υπήρχε εποπτικό υλικό, ενώ λεζάντες συνόδευαν επιλεγμένα μόνο ευρήματα. Χαρακτηριστικά της έκθεσης, σύμφωνα με τη μόδα της εποχής που ήθελε τα εκθέματα να «μιλούν» από μόνα τους, ήταν ο απλοϊκός και ουδέτερος τρόπος παρουσίασης και η παρουσία ελάχιστης συνοδευτικής πληροφορίας.
Στον αύλειο χώρο περιμετρικά του μουσείου, είχαν τοποθετηθεί πολυάριθμα λίθινα ευρήματα.
2009 – Μουσείο Νικόπολης (Νέο)
Ο αρχαιολογικός χώρος της Νικόπολης απέκτησε το 2009 ένα νέο σύγχρονο μουσείο. Ένα χρόνο νωρίτερα είχε κλείσει οριστικά το παλαιό προσωρινό, όπως είχε χαρακτηριστεί, μικρό μουσείο.
Το νέο μουσείο, επί της Εθνικής Οδού Πρέβεζας-Ιωαννίνων, μεταξύ της πόλης της Πρέβεζας και του αρχαιολογικού χώρου, κατασκευάστηκε κατά τα έτη 1999-2003 και 2005-2006 με χρηματοδότηση από το Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Ηπείρου (Β΄ και Γ΄ ΚΠΣ) και το Υπουργείο Πολιτισμού αντίστοιχα. Την τριετία 2006-2009, με χρηματοδότηση επίσης από το ΠΕΠ Ηπείρου του Γ΄ ΚΠΣ, υλοποιήθηκε η μόνιμη έκθεσή του.
Πρόκειται για ένα κτήριο συνολικής δομημένης επιφάνειας 2.150τ.µ. Έχει λιτό σχεδιασμό και στις όψεις του συνδυάζονται αρμολογημένη πλίνθος, πωρόλιθος και εμφανές σκυρόδεμα. Περιλαμβάνει εκθεσιακούς και λοιπούς κοινόχρηστους (βεστιάριο, πωλητήριο, αναψυκτήριο, αίθουσα πολυμέσων, χώρους υγιεινής) χώρους αλλά και χώρους προσωπικού με ανεξάρτητη πρόσβαση. Στο υπόγειο βρίσκονται οι αποθήκες αρχαιοτήτων και οι ηλεκτρολογικές και μηχανολογικές εγκαταστάσεις.
Η μόνιμη έκθεση αναπτύσσεται σε δύο όμοιες αίθουσες -με αντίθετο προσανατολισμό- σχήματος Π, Αίθουσες Α και Β, ενώ ένας περιμετρικός διάδρομος εξασφαλίζει τη μεταξύ τους επικοινωνία.
Ο σχεδιασμός της έκθεσης επικεντρώνεται στην παρουσίαση των δύο όψεων της πόλης: προβάλλεται αφενός η μεγαλοπρέπεια ενός διοικητικού και οικονομικού κέντρου, αφετέρου ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας της, επιχειρείται δηλαδή μία προσέγγιση των ίδιων των κατοίκων που τη δημιούργησαν, έζησαν σε αυτή και άφησαν πίσω τους εξαιρετικά έργα.
Υιοθετώντας τις σύγχρονες μουσειολογικές και μουσειογραφικές αντιλήψεις, η έκθεση του νέου μουσείου διαμορφώθηκε με ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα δίνοντας έμφαση στον εκπαιδευτικό και κοινωνικό ρόλο που καλείται να υπηρετήσει.