Η «ζωή μετά»
Η ενότητα είναι αφιερωμένη στα ταφικά έθιμα και την οργάνωση των νεκροταφείων κατά τη ρωμαϊκή, αλλά και την παλαιοχριστιανική περίοδο.
Οι ταφικές πρακτικές, η οργάνωση και η μορφή των τάφων εξαρτώνται από την κοινωνική θέση και την οικονομική επιφάνεια του νεκρού.
Αξιωματούχοι και πλούσιοι ιδιώτες διαθέτουν οικογενειακούς τάφους, τα μαυσωλεία, κτίσματα με θολωτή οροφή. Πολυτελείς σαρκοφάγοι τοποθετημένες περιμετρικά σε σχήμα Π και ψηλότερα στους τοίχους τεφροδόχα αγγεία μέσα «κόγχες» αναπαριστούν τα μαυσωλεία, δημιουργώντας στον επισκέπτη την αίσθηση ότι κινείται στο εσωτερικό τους.
Η πλειονότητα των πολιτών χρησιμοποιεί απλούς τάφους, ελεύθερους, οργανωμένους σε συστάδες ή σε ταφικούς περιβόλους. Στην έκθεση ανασυσταίνονται οι συνηθέστεροι τύποι τάφων, είτε πρόκειται για ενταφιασμό είτε για καύση.
Σημαίνονται με λίθινες επιτάφιες στήλες, οι οποίες αναγράφουν το όνομα, το πατρώνυμο και την ηλικία του νεκρού και τον αποχαιρετισμό, ΧΑΙΡΕ. Σπανιότερα, πάνω από τους τάφους τοποθετούνται μαρμάρινα ταφικά αγάλματα.
Με εξαίρεση την απαγόρευση της καύσης, τα ταφικά έθιμα και η οργάνωση των χριστιανικών νεκροταφείων ακολουθούν την ελληνορωμαϊκή παράδοση.
Παρατηρούνται, όμως αναγνωριστικά χαρακτηριστικά των τάφων: προσανατολισμός προς την ανατολή, χριστιανικά σύμβολα στη διακόσμηση, κυρίως ο σταυρός, επιτάφιες στήλες με επικλήσεις για τη σωτηρία της ψυχής.
Μοναδική είναι η περίπτωση της πολυτελέστατης σαρκοφάγου της έκθεσης που βρέθηκε στο εσωτερικό της κοιμητηριακής βασιλικής Δ και φιλοξενούσε το λείψανο ακέφαλου νεκρού, πιθανόν κάποιου μάρτυρα. Κοσμείται με ανάγλυφους σταυρούς και δάφνινο στεφάνι και αποτελεί έργο κωνσταντινουπολίτικου εργαστηρίου του 6ου αι. μ.Χ.