σε δεσπόζουσα θέση στο ΒΑ τμήμα της Νικόπολης, πάνω σε γήλοφο με θέα στο προάστιο της πόλης και τον Αμβρακικό κόλπο, βρίσκεται η “Οικία του εκδίκου Γεωργίου”. Πρόκειται για πολυτελή αστική οικία (domus) που περιβάλλεται από τέσσερις δρόμους καταλαμβάνοντας έκταση μιας ολόκληρης οικοδομικής νησίδας (περίπου 9.000τ.μ.).
Οφείλει το όνομά της στην επιγραφή “Επί Γεωργίου εκδίκου” που βρέθηκε σε ένα από τα ψηφιδωτά της δάπεδα. Ο έκδικος ήταν κρατικός αξιωματούχος υπεύθυνος για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του λαού έναντι των αυθαιρεσιών της εξουσίας. Ο Γεώργιος θα ήταν ο ιδιοκτήτης της οικίας όταν έγινε μέρος της ψηφοθέτησής της, μετά το 364 μ.Χ., οπότε καθιερώθηκε το αξίωμα του εκδίκου.
Η οικία διέθετε μια κύρια και δύο δευτερεύουσες εισόδους. Η κύρια είσοδος ήταν στη νότια πλευρά της, πάνω στον κεντρικό δρόμο (decumanus maximus), και οδηγούσε μέσω ενός πλακόστρωτου διαδρόμου (vestibulum) σε μικρό αίθριο. Τετράγωνη δεξαμενή (impluvium) στο κέντρο του αιθρίου συγκέντρωνε τα νερά της βροχής.
Δεξιά και αριστερά του αιθρίου υπήρχαν υπνοδωμάτια ενώ βόρεια το γραφείο (tablinum) του ιδιοκτήτη, το οποίο με τη σειρά του οδηγούσε σε μεγάλη περίστυλη αυλή. Οι στοές της αυλής είχαν ψηφιδωτά δάπεδα, ελάχιστα διατηρημένα σήμερα, ενώ στο κέντρο της -κατά τη ρωμαϊκή συνήθεια- θα υπήρχε πλούσια στολισμένος κήπος. Τα περιμετρικά δωμάτια έχουν ταυτιστεί με τραπεζαρίες (triclinia), κουζίνα (culina) και αποθήκες.
Λίθινη κλίμακα, από την οποία σώζονται έξι σκαλοπάτια, οδηγούσε στον δεύτερο όροφο του δυτικού τμήματος της οικίας. Στο αντίστοιχο ισόγειο υπήρχε συγκρότημα λουτρού, το οποίο αρχικά είχε θολωτή στέγη διακοσμημένη με ψηφιδωτή παράσταση με ψάρια και πτηνά.
Στο βόρειο τμήμα της οικίας και σε χαμηλότερο επίπεδο (σύμφωνα με το φυσικό ανάγλυφο) αναπτύσσονται τέσσερις καμαροσκεπείς χώροι(γνωστοί σήμερα ως «Βαγένια»), άγνωστης ακόμη χρήσης. Μπροστά τους διαμορφώνεται ημικυκλική πισίνα, την οποία τροφοδοτεί φυσική πηγή (αναβλύζει ακόμη τους χειμερινούς μήνες).
Η οικία κτίστηκε τον 1ο αι. μ.Χ. και ο πρώτος ιδιοκτήτης της θα ήταν ασφαλώς Ρωμαίος. Παρέμεινε σε συνεχή χρήση -με πολλές επισκευές και προσθήκες- και κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, έως τις αρχές του 7ου α. μ.Χ. οπότε εγκαταλείφθηκε.